-
1 ὕπ-ανδρος
-
2 ὕπανδρος
ὕπ-ανδρος, unter dem Manne, verheiratet; γύναια ὕπανδρα liederliche Weiber. Überh. weiblich; ἀγωγή, weibliche Lebensart
См. также в других словарях:
ύπανδρος — η, ο / ὕπανδρος, ον, ΝΑ συζευγμένος, έγγαμος, παντρεμένος αρχ. 1. (για γυναίκα) άσωτη, αχρεία («γύναια ὕπανδρα», Πλούτ.) 2. θηλυπρεπής, γυναικώδης («ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπανδρος», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… … Dictionary of Greek